θαμνώδους

θαμνώδους
θαμνώδης
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Χριστούγεννα — τα, Ν·1. εκκλ. η εορτή τής γέννησης τού Χριστού την 25η Δεκεμβρίου 2. συνεκδ. τα κάλαντα που ψάλλουν τα παιδιά την παραμονή τής γιορτής αυτής 3. φρ. α) «εορτές τών Χριστουγέννων» το σύνολο τών εορτών από τη γέννηση έως τη βάπτιση τού Χριστού,… …   Dictionary of Greek

  • ιβίσκος — (Hibiscus). Γένος φυτών της οικογένειας των μαλαχιδών (δικοτυλήδονα). Μερικά είδη κατάγονται από την Ανατολή, ενώ άλλα από τη βόρεια Αφρική. Τα φύλλα του είναι κατ’ εναλλαγή, λοβώδη, παλαμόνευρα, έμμισχα. Τα άνθη έχουν πέντε πέταλα. Αυτά… …   Dictionary of Greek

  • λάνδη — η βοτ. τύπος θαμνώδους διάπλασης, ερεικώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lande < γαλατ. *landa «άδενδρο τμήμα γης»] …   Dictionary of Greek

  • μακκία — η βοτ. τύπος σκληρόφυλλης πλατύφυλλης θαμνώδους διάπλασης, που αποτελείται κυρίως από αείφυλλους θάμνους με δερματώδη φύλλα και από μικρά δένδρα …   Dictionary of Greek

  • ματζουράνα — Κοινή ονομασία πολυετούς θαμνώδους φυτού της οικογένειας των χειλανθών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία του είναι Origanum majorana ήMajorana hortensis. Πρόκειται για φρύγανο, το ύψος του οποίου φτάνει τα 30 60 εκ. Ο βλαστός του είναι… …   Dictionary of Greek

  • μερσίνη — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 19 κάτ.) της Δονούσας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Δονούσης του νομού Κυκλάδων. * * * και μερσινιά, η 1. κοινή ονομασία τού θαμνώδους και αρωματικού φυτού… …   Dictionary of Greek

  • τσαλόσκουπα — η, Ν σκούπα κατασκευασμένη από κλαδιά θαμνώδους φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσαλί «φρύγανο, θάμνος» + σκούπα] …   Dictionary of Greek

  • Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική …   Dictionary of Greek

  • γαιoπρoωθητήρας — Μηχάνημα για την εξομάλυνση του εδάφους ή την απομάκρυνση ερειπίων και θαμνώδους βλάστησης. Στην καθομιλουμένη, ονομάζεται μπουλντόζα. Συνήθως η ισοπεδωμένη λωρίδα που δημιουργείται είναι η αρχική φάση για την κατασκευή μιας οδού. Ο γ.… …   Dictionary of Greek

  • Γουατεμάλα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουατεμάλας Έκταση: 108.890 τ.χλμ Πληθυσμός: 11.986.558 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Γουατεμάλα (1.090.310 κάτ. το 2002)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό, Α με την Μπελίζ και την Ονδούρα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”